- λουβί
- το1. το περικάρπιο των οσπρίων.2. είδος φασολιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λουβί — και λουβίδι, το 1. ο λοβός, η σποροθήκη τών οσπρίων και άλλων καρπών 2. στον πληθ. τα λουβιά τα αμπελοφάσουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λοβίον, με κώφωση τού ο (< λόβιον < λοβός «κέλυφος τών οσπρίων»)] … Dictionary of Greek
λόβιο — και λοβίο και λουβί, το (Α λόβιον, Μ λοβί[ο]ν και λουβί[ο]ν) [λοβός] μικρός λοβός νεοελλ. 1. υποδιαίρεση, τμήμα ενός λοβού 2. φρ. «ηπατικά, πνευμονικά, νεφρικά λόβια» μικρές ιστολογικές μονάδες που το σύνολό τους σχηματίζει το ήπαρ, τους… … Dictionary of Greek
βανίλια — Έτσι ονομάζονται τα φυτά και οι καρποί διάφορων ειδών του γένους β., από τα οποία πιο γνωστό είναι η β. η επιπεδόφυλλη της οικογένειας των ορχεϊδών. Φυτά μονοκότυλα, ιθαγενή του Μεξικού και της Βραζιλίας, καλλιεργούνται σε πολύ τροπικές χώρες για … Dictionary of Greek
λοβός — Σαφώς οροθετημένη υποδιαίρεση ενός οργάνου, για παράδειγμα, του εγκεφάλου, του ήπατος, των πνευμόνων, του θυρεοειδούς, της υπόφυσης κλπ. Τα όρια είναι συνήθως ανατομικές δομές, όπως διαφράγματα, αύλακες ή σχισμές. Επίσης, έτσι ονομάζεται η… … Dictionary of Greek
λουβίδι — το βλ. λουβί … Dictionary of Greek
λουβιά — η [λουβί] κοινή ονομασία τού φυτού δόλιχος … Dictionary of Greek
μπιζέλι — Ποώδες φυτό, ετήσιο, της οικογένειας των λεγκουμινιδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), που, κατάγεται από την Ασία. Η επιστημονική ονομασία του είναι πίσο το εδώδιμο. Η καλλιέργειά του συνεχίζεται από την αρχαιότητα και είναι πολύ διαδεδομένη. Το μ.… … Dictionary of Greek
πρωτολούβι — το, Ν καρπός που ωρίμασε πρώιμα, πρωϊμάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + λουβί «μικρός λοβός»] … Dictionary of Greek
πρωτόλουβος — η, ο, Ν 1. (για καρπούς) αυτός που ωριμάζει πρώιμα 2. μτφ. αυτός που είναι ή εμφανίζεται πρώτος ([για το χελιδόνι] «καλώς μάς ήρθες τού Μαρτίου πρωτόλουβο λουλούδι», Βαλαωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + λουβος (< λουβί «μικρός λοβός»)] … Dictionary of Greek
χέδρωπας — και χέδροπας, ο / χέδρωψ και χέδροψ, οπος, ΝΜΑ [χεδροπά] τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, αλλ. λοβός, κν. λουβί μσν. αρχ. αρχ. (κατά το λεξ. Σούδα) «χέδρωψ τὸ ὄσπριον» (κατά τον Ησύχ.) «χέδροψ πᾱν ὄσπριον, σπέρμα» … Dictionary of Greek